- απρογραμμάτιστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που γίνεται χωρίς προγραμματισμό, χωρίς σχεδιασμό: Η ανέγερση ξενοδοχείων για τους τουρίστες τις περισσότερες φορές ήταν απρογραμμάτιστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.